προχειρολογώ

προχειρολογώ
-έω, Ν [προχειρολόγος]
μιλώ πρόχειρα, άκριτα, χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προχειρολογώ — προχειρολόγησα, μιλώ πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία, λέω πράματα αμελέτητα, αυτοσχεδιάζω: Δεν μπορείς να συζητήσεις μαζί του, γιατί πάντα προχειρολογεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • προχειρολογία — η, Ν [προχειρολόγος] 1. η ενέργεια τού προχειρολογώ 2. πρόχειρος, απερίσκεπτος λόγος, προφορικός ή γραπτός …   Dictionary of Greek

  • προχειρολόγημα — το, Ν [προχειρολογώ] κάτι που λέχθηκε με προχειρότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”